Στόν εἰκοστό πρῶτο αἰῶνα πού ζοῦμε ἡ πολιτισμένη κοινωνία στερεῖται τοῦ πολυτιμότερου ἀγαθοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀκοῦμε καθημερινά γιά μίση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά πολέμους μεταξύ τῶν κρατῶν. Ἀδελφός σκοτώνει τόν ἀδελφό. Δηλαδή κάποιος φυσιολογικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά σκεφτεῖ ὅτι ζοῦμε σέ μιά κοινωνία ζούγκλας καί ὄχι ἀνθρώπων.
Ἄς ἔλθουμε ὅμως στήν ἀνάλυση τοῦ παραπάνω σπουδαίου χωρίου. Ἡ προτροπή αὐτή γίνεται ἀπό τόν ἱερέα ἤ τό διάκονο, στή Θεία Λειτουργία, πρίν τήν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως πρός τούς πιστούς, πού συμμετέχουν στή Θεία Λειτουργία.
Ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πού μᾶς λέει, ὅτι πρίν προσφέρουμε τό δῶρο μας στό θυσιαστήριο πρέπει νά συμφιλιωθοῦμε μέ τόν ἀδελφό μας. «Ἐάν οὖν προσφέρῃς τό δῶρόν σου ἐπί τό θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατά σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τό δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καί ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καί τότε ἐλθών πρόσφερε τό δῶρόν σου.» (Ματθ. ε΄23-24).
Ἡ συμμετοχή μας στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπαιτεῖ νά καθαρίσουμε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε ρύπο. Ὁ ρύπος τῆς καρδίας εἶναι τά ἁμαρτήματα πού κάνουμε καί οἱ πονηροί λογισμοί. Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή τά ἁμαρτήματα προέρχονται ἀπό τή διαστροφή τοῦ νοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία προξενεῖ τή διαστροφή τῆς ἀλήθειας πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἑπομένως ἔχουμε ὡς ἀποτέλεσμα τήν στασιμότητα πρός τή θεία τελείωση. Βασικό στοιχεῖο γιά τήν προσέλευσή μας στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι ἡ ἐκτίμηση, ὁ ἀλληλοσεβασμός, ἡ ἁγνή καρδιά.
Τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ἀναφέρεται τό συγκεκριμένο παράγγελμα, τούς τέσσερις πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Χριστιανοί ἀσπάζονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Αὐτό τώρα ἐπικράτησε νά γίνεται μόνο μεταξύ τῶν λειτουργῶν κληρικῶν. Ὁ ἀσπασμός αὐτός πρέπει νά γίνεται μέ εὐσυνειδησία καί ὄχι τυπικά. Μέ τόν τρόπο αὐτό δηλώνουμε τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα μεταξύ μας ἀλλά καί μέ τό Θεό. Ἐάν δέν ὑπάρχει ἀγάπη καί ἑνότητα εἶναι ἀδύνατο νά καταστεῖ κάποιος μέτοχος τῆς ὠφέλειας, τήν ὁποία προσφέρει ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου.
Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, μέσα ἀπό τό κείμενο του, στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή, στό δέκατο τρίτο κεφάλαιο, προβάλλει τό παγκόσμιο φαινόμενο τῆς ἀγάπης. Τό φαινόμενο αὐτό παρατηρεῖται σέ ὅλες τίς πολιτισμένες κοινωνίες. Ἡ αἰτία πού ἐμπνέει τόν ἄνθρωπο νά ἐκτελεῖ τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης καί πού ρυθμίζει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα κάθε ἄνθρωπος νά θεωρεῖται ἑαυτός μας. Μέσα σέ λίγους στίχους προβάλλονται οἱ ἰδιότητες τῆς συνοχῆς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης, πού μέ ὅπλο τήν ἀνιδιοτέλεια, μᾶς καλεῖ νά ξεπεράσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά συντονίσουμε τίς ἀνθρώπινες σχέσεις, δηλαδή νά ξεπεράσουμε τίς διακρίσεις τοῦ ἀλλόγλωσσου, τοῦ ἀλλόφυλου, τοῦ ἀλλόχρωμου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν. Μάλιστα μᾶς προτρέπει νά εὐεργετοῦμε καί νά προσευχόμαστε γιά ἐκείνους πού μᾶς μισοῦν. Χωρίς τήν τέλεια ἀγάπη δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀρετή τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος καί μᾶς κάνει πλουσιότερους στήν καρδιά.
Τό «ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» μᾶς προτρέπει στήν ὁμολογία τῆς πίστεως, πού αὐτή γίνεται στή συνέχεια μέ τήν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Γιά τήν πραγμάτωση ὅμως τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως πρέπει στήν καρδία μας νά νεκρώσουμε κάθε τί ἀντίθετο πρός τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά τήν πλημμυρίσουμε ἀπό ἀγάπη γιά τήν κτίση ὁλόκληρη. Νά μήν ξεχωρίζουμε τούς ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τό χρῶμα, τήν ἐθνικότητα ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη διάκριση. Ἡ ἀγάπη αὐτή πρέπει νά εἶναι καί γι’ αὐτούς πού ἴσως μᾶς διώκουν. Αὐτό ἔκανε καί ὁ Χριστός ὅταν ἦταν πάνω στό σταυρό. Ζήτησε ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα Του νά συγχωρέσει τούς σταυρωτές Του. Τό ἴδιο ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐνῶ τούς βασάνιζαν δέ θέλησαν τό κακό τῶν βασανιστῶν τους ἀλλά προσεύχονταν ὑπέρ αὐτῶν. Ἀπό αὐτή τήν πράξη κατανοοῦμε τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά ἀπαγγείλει μέ τά χείλη πολύ εὔκολα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὅμως εἶναι δύσκολο στούς πιό πολλούς ἀπό ἐμᾶς νά ἀγαπήσουμε πραγματικά τό συνάνθρωπό μας. Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μᾶς λέει ὅτι «οὕτω καί ἡ πίστις, ἐάν μή ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή πίστη» (Ἰακ. β΄ 17). Δηλαδή, μπορεῖ νά ἐκκλησιαζόμαστε συχνά, νά βάζουμε μεγάλους σταυρούς, νά κάνουμε τούς εὐσεβεῖς καί τούς καλούς Χριστιανούς, ἀλλά νά μήν ἔχουμε ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας. Τότε μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὅτι ὅλα αὐτά πού κάνουμε πᾶνε χαμένα, δέν ἔχουν κανένα νόημα.
Πρέπει νά ἀπαλλάξουμε τήν καρδία μας ἀπό τό νά ἀποστρέφεται κάποιους ἀνθρώπους πού ἴσως γιά διάφορους λόγους νά ἔχουμε κάτι μαζί τους. Αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἐάν ἀγαπήσουμε πραγματικά τό Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πού δείχνουμε πρός τούς ἄλλους, στόν κάθε φυλακισμένο, στόν κάθε πονεμένο ψυχικά ἤ σωματικά, στόν κάθε ταλαιπωρημένο, στόν κάθε Κώστα ἤ στήν κάθε Μαρία, δεχόμενοι τά ἐλαττώματά τους. Δέν μποροῦμε νά λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τό Θεό ἀλλά δέν ἀγαπᾶμε τούς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ τό Θεό τόν βλέπουμε στό πρόσωπο τῶν συνανθρώπων μας καί σέ ὁλόκληρη τήν κτίση γενικότερα. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νά κάνουμε πραγματική καί εἰλικρινή ὁμολογία Πίστεως. Ἡ ἀγάπη πού πρέπει νά δείχνουμε στούς συνανθρώπους μας πρέπει νά εἶναι ὅπως τήν ἀγάπη πού ἔδειξε ὁ Χριστός στούς λεπρούς καί στή Σαμαρείτισσα καί ὄχι σάν αὐτή τοῦ Ἰούδα.
Ὅταν ἀκοῦμε τόν ἱερέα νά λέει, <ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους>, νά θυμόμαστε ὅτι ἡ καρδία μας πρέπει νά εἶναι γεμάτη ἀπό ἁγνή καί πραγματική ἀγάπη. Οἱ δύο πρῶτες ἐντολές στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ξεκάθαρες. «ἀγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου.», «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Ἄς ἀγαπήσουμε τούς ἀδελφούς μας γιά νά εἴμαστε ἄξιοι μιμητές τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ.
(Κείμενο τοῦ Θεολόγου Κωνσταντίνου Θεοχάρους)